- κατάρροπος
- κατάρροποςinclining downwardsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάρροπος — κατάρροπος, ον (AM) κατηφορικός, επικλινής αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω («ἐπὶ τὸ κατάρροπον ῥέπειν», Ιπποκρ.) 2. κρεμασμένος 3. αυτός που έχει τάση να υποχωρήσει («κατάρροπος νοῡσος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροπος (<… … Dictionary of Greek
κατάρροπον — κατάρροπος inclining downwards masc/fem acc sg κατάρροπος inclining downwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρόποις — κατάρροπος inclining downwards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρόπου — κατάρροπος inclining downwards masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρόπους — κατάρροπος inclining downwards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρόπων — κατάρροπος inclining downwards masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρόπῳ — κατάρροπος inclining downwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρροπα — κατάρροπος inclining downwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρροποι — κατάρροπος inclining downwards masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώρροπος — κατώρροπος, ον (Α) κατάρροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντί ρροπος, ομό ρροπος] … Dictionary of Greek